- ἐχινόπους
- ἐχῑνό-πους, ποδος, ὁ,A kind of prickly-plant, Genista acanthoclada, perh. the same as ἔχιον, Eleg. ap. Plu.2.44e (pl.), cf. Hsch.s.v. λυκόφανον, EM405.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχινόπους — ο (Α ἐχινόπους) νεοελλ. βοτ. γένος χεδρωπών φυτών αρχ. το φυτό εχινόπους ο ακανθόκλαδος, πιθ. ταυτόσημο με το έχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχίνος + πους] … Dictionary of Greek
λυκόφανος — ή λυκόφων (Α) το φυτό εχινόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + φανός (< φανός < φάος), πρβλ. πολύ φανος] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek